Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oltremàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oltreˈmare]

1 κυανό χρώμα
2 κύανος (πολύτιμος λίθος)

oltremàre  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [oltreˈmare]

πέρα από τη θάλασσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oltremanica oltremarino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oltrarno (επίρ.)
oltre (επίρ.)
oltre (επίρ.)
oltrecortina (επίρ.)
oltremanica (επίρ.)
oltremare (ουσ αρσ )
oltremare (επίρ.)
oltremarino (επίθ.)
oltremisura (επίρ.)
oltremodo (επίρ.)
oltremondano (επίθ.)
oltremontano (επίθ.)
oltreoceano (ουσ αρσ )
oltrepassabile (επίθ.)
oltrepassare (ρ. μτβ.)
oltretomba (ουσ αρσ )
omaccio (ουσ αρσ )
omaccione (ουσ αρσ )
omaggio (ουσ αρσ )
omaggio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---