Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoltremàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oltreˈmare] 1 κυανό χρώμα 2 κύανος (πολύτιμος λίθος) oltremàre επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [oltreˈmare] πέρα από τη θάλασσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |