Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oltraggiàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oltradˈʤabile]

1 υποκείμενος σε προσβολή
2 που μπορεί να πάθει ζημιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oloturia oltraggiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ologramma (ουσ αρσ )
olometabolismo (ουσ αρσ )
olometabolo (επίθ.)
olona (θηλ.ουσ)
oloturia (θηλ.ουσ)
oltraggiabile (επίθ.)
oltraggiamento (ουσ αρσ )
oltraggiare (ρ. μτβ.)
oltraggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oltraggio (ουσ αρσ )
oltraggiosamente (επίρ.)
oltraggioso (επίθ.)
oltralpe (επίρ.)
oltramontano (επίθ.)
oltranzismo (ουσ αρσ )
oltranzista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oltranzistico (επίθ.)
oltrarno (επίρ.)
oltre (επίρ.)
oltre (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---