Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oltràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [olˈtradʤo]

1 υβριστική συμπεριφορά
2 κηλίδωση
3 επίθεση
4 βρίσιμο
5 βλαστήμια
6 εξύβριση
7 αδίκημα
8 καταπίεση
9 υβριστική πράξη
10 βία
11 ύβρις
12 εφόρμηση
13 κάκωση
14 παράβαση
15 προσβολή
16 παράπτωμα
17 βρισιάc


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oltraggiatore oltraggiosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oloturia (θηλ.ουσ)
oltraggiabile (επίθ.)
oltraggiamento (ουσ αρσ )
oltraggiare (ρ. μτβ.)
oltraggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oltraggio (ουσ αρσ )
oltraggiosamente (επίρ.)
oltraggioso (επίθ.)
oltralpe (επίρ.)
oltramontano (επίθ.)
oltranzismo (ουσ αρσ )
oltranzista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oltranzistico (επίθ.)
oltrarno (επίρ.)
oltre (επίρ.)
oltre (επίρ.)
oltrecortina (επίρ.)
oltremanica (επίρ.)
oltremare (ουσ αρσ )
oltremare (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---