Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


olografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [olograˈfia]

ολογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  olofrastico olografo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

olocene (ουσ αρσ )
olocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
olocristallino (επίθ.)
oloedrico (επίθ.)
olofrastico (επίθ.)
olografia (θηλ.ουσ)
olografo (επίθ.)
ologramma (ουσ αρσ )
olometabolismo (ουσ αρσ )
olometabolo (επίθ.)
olona (θηλ.ουσ)
oloturia (θηλ.ουσ)
oltraggiabile (επίθ.)
oltraggiamento (ουσ αρσ )
oltraggiare (ρ. μτβ.)
oltraggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oltraggio (ουσ αρσ )
oltraggiosamente (επίρ.)
oltraggioso (επίθ.)
oltralpe (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---