Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ólmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈolmo]

1 φτελιά Ulmus campestris
2 καραγάτσι Ulmus campestris
3 ξύλο φτελιάς
4 πτελέα η λεία Ulmus campestris


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  olmio olocausto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

olivo (ουσ αρσ )
olla (θηλ.ουσ)
olmaia (θηλ.ουσ)
olmeto (ουσ αρσ )
olmio (ουσ αρσ )
olmo (ουσ αρσ )
olocausto (αρσ. επίθ και ουσ)
olocene (ουσ αρσ )
olocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
olocristallino (επίθ.)
oloedrico (επίθ.)
olofrastico (επίθ.)
olografia (θηλ.ουσ)
olografo (επίθ.)
ologramma (ουσ αρσ )
olometabolismo (ουσ αρσ )
olometabolo (επίθ.)
olona (θηλ.ουσ)
oloturia (θηλ.ουσ)
oltraggiabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---