Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόolocàusto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [oloˈkawsto] 1 ολοκαύτωμα 2 παρανάλωμα 3 ολοκληρωτική θυσία 4 θυσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |