Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


olìmpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈlimpo]

ο Όλυμπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  olimpionico olio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

olimpicità (θηλ.ουσ)
olimpico (επίθ.)
olimpio (επίθ.)
olimpionico (ουσ αρσ )
olimpionico (επίθ.)
olimpo (ουσ αρσ )
olio (ουσ αρσ )
oliosità (θηλ.ουσ)
olioso (επίθ.)
oliva (θηλ.ουσ)
oliva (επίθ.)
olivale (επίθ.)
olivare (επίθ.)
olivastro (ουσ αρσ )
olivastro (επίθ.)
olivella (θηλ.ουσ)
oliveta (θηλ.ουσ)
oliveto (ουσ αρσ )
olivicoltore (ουσ αρσ )
olivicoltura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---