Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoliosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [oljoziˈta] λιπαρότητα (χρησιμοποίησε καλύτερα το oleositΰ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |