Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoleogràfico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oleoˈgrafiko] 1 καθόλου πρωτότυπος 2 προερχόμενος από αντιγραφή 3 ελαιογραφικός 4 τετριμμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |