Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoleifìcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oleiˈfiʧo] 1 λιοτριβειό 2 λιοτρίβι 3 ελαιουργείο 4 ελαιοτριβείο 5 ελαιοπιεστήριο 6 λαδάδικο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |