Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoleorèsina, oleorésina
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,ɔleoˈrɛzina], [,ɔleoˈrezina] 1 βάλσαμο 2 ελαιορητίνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |