Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nidificazióne (θηλ.ουσ) ninfétta (θηλ.ουσ)
nìdo (ουσ αρσ ) ninfòmane (θηλ. επίθ και ουσ)
niellàre (ρ. μτβ.) ninfomanìa (θηλ.ουσ)
niellatóre (αρσ. επίθ και ουσ) ninfòsi (θηλ.ουσ)
niellatùra (θηλ.ουσ) Nìnive (κύρ.όν. θηλ.)
nièllo (ουσ αρσ ) ninnanànna (θηλ.ουσ)
niènte (ουσ αρσ ) ninnàre (ρ. μτβ.)
niènte (οριστ. αντων.) ninnolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
niènte (επίρ.) ninnolarsi (ρ.μ. (αντων.))
nientediméno (επίρ.) nìnnolo (ουσ αρσ )
nienteméno (σύνδ.) nìobe (θηλ.ουσ)
nienteméno (επίρ.) niòbio (ουσ αρσ )
nietzschianismo (ουσ αρσ ) nipiologìa (θηλ.ουσ)
nietzschiàno (αρσ. επίθ και ουσ) nipóte (ουσ αρσ )
nigèlla (θηλ.ουσ) nipóte (θηλ.ουσ)
nigeriàno (αρσ. επίθ και ουσ) nippònico (επίθ.)
night (ουσ αρσ ) nirvàna (ουσ αρσ )
nilòtico (αρσ. επίθ και ουσ) nirvànico (επίθ.)
nimbàto (επίθ.) nistàgmo (ουσ αρσ )
nìmbo (ουσ αρσ ) nitidaménte (επίρ.)
nìnfa (θηλ.ουσ) nitidézza (θηλ.ουσ)
ninfàle (ουσ αρσ ) nìtido (επίθ.)
ninfàle (επίθ.) nitóre (ουσ αρσ )
ninfèa (θηλ.ουσ) nitràto (ουσ αρσ )
ninfèo (ουσ αρσ ) nitratóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: