Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nìnfa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈninfa]

νύμφη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nimbo ninfale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nigeriano (αρσ. επίθ και ουσ)
night (ουσ αρσ )
nilotico (αρσ. επίθ και ουσ)
nimbato (επίθ.)
nimbo (ουσ αρσ )
ninfa (θηλ.ουσ)
ninfale (ουσ αρσ )
ninfale (επίθ.)
ninfea (θηλ.ουσ)
ninfeo (ουσ αρσ )
ninfetta (θηλ.ουσ)
ninfomane (θηλ. επίθ και ουσ)
ninfomania (θηλ.ουσ)
ninfosi (θηλ.ουσ)
Ninive (κύρ.όν. θηλ.)
ninnananna (θηλ.ουσ)
ninnare (ρ. μτβ.)
ninnolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ninnolarsi (ρ.μ. (αντων.))
ninnolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---