nìnnolo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈninnolo]
1 μαραφέτι
2 μπιχλιμπίδι
3 επιδεικτική ασημαντότητα
4 διακοσμητικό αντικείμενο
5 παιχνίδι για να περνά η ώρα
6 παιχνίδι
7 χαζή απασχόληση
8 απασχόληση να περνά η ώρα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈninnolo]
1 μαραφέτι
2 μπιχλιμπίδι
3 επιδεικτική ασημαντότητα
4 διακοσμητικό αντικείμενο
5 παιχνίδι για να περνά η ώρα
6 παιχνίδι
7 χαζή απασχόληση
8 απασχόληση να περνά η ώρα
permalink
ninnolo (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android