Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nitràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [niˈtrato]

νιτρικός εστέρας ή άλας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nitore nitratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nistagmo (ουσ αρσ )
nitidamente (επίρ.)
nitidezza (θηλ.ουσ)
nitido (επίθ.)
nitore (ουσ αρσ )
nitrato (ουσ αρσ )
nitratore (ουσ αρσ )
nitrazione (θηλ.ουσ)
nitrico (επίθ.)
nitrificazione (θηλ.ουσ)
nitrile (ουσ αρσ )
nitrire (ρ.αμτβ.)
nitrito (ουσ αρσ )
nitro (ουσ αρσ )
nitrobatteri (ουσ αρσ )
nitrobenzene (ουσ αρσ )
nitrobenzolo (ουσ αρσ )
nitrocellulosa (θηλ.ουσ)
nitrofosfato (ουσ αρσ )
nitroglicerina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---