Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnitrìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [niˈtrito] 1 νιτρώδης εστέρας ή άλας 2 χλιμίντρισμα 3 χρεμετισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |