Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnitrazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [nitratˈtsjone] 1 επίδραση με νιτρικό οξύ 2 νίτρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |