Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnitrobenzòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,nitrobenˈdzɔlo] 1 νιτροβενζένιο 2 νιτροβενζόλιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |