Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nittitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nittitatˈtsjone]

αστραπιαία κίνηση οργάνου (όπως του βλέφαρου κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nittitante nivale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nitruro (ουσ αρσ )
nittalope (ουσ αρσ )
nittalopia (θηλ.ουσ)
nitticora (θηλ.ουσ)
nittitante (επίθ.)
nittitazione (θηλ.ουσ)
nivale (επίθ.)
niveo (επίθ.)
nivometro (ουσ αρσ )
no (ουσ αρσ )
no (επίρ.)
nobelio (ουσ αρσ )
nobildonna (θηλ.ουσ)
nobile (ουσ αρσ )
nobile (θηλ.ουσ)
nobile (επίθ.)
nobilesco (επίθ.)
nobiliare (επίθ.)
nobilitare (ρ. μτβ.)
nobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---