Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nivàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [niˈvale]

1 χιονισμένος
2 σκεπασμένος με χιόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nittitazione niveo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nittalope (ουσ αρσ )
nittalopia (θηλ.ουσ)
nitticora (θηλ.ουσ)
nittitante (επίθ.)
nittitazione (θηλ.ουσ)
nivale (επίθ.)
niveo (επίθ.)
nivometro (ουσ αρσ )
no (ουσ αρσ )
no (επίρ.)
nobelio (ουσ αρσ )
nobildonna (θηλ.ουσ)
nobile (ουσ αρσ )
nobile (θηλ.ουσ)
nobile (επίθ.)
nobilesco (επίθ.)
nobiliare (επίθ.)
nobilitare (ρ. μτβ.)
nobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
nobilitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---