Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnobilitàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [nobiliˈtare] 1 δίνω τίτλους ευγενείας 2 υψώνω κάποιον στην τάξη των ευγενών 3 τιμώ 4 εξευγενίζω nobilitarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [nobiliˈtarsi] αποκτώ τίτλο ευγενείας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |