Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nocchièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nokˈkjɛro]

1 ποδότης
2 πρωρεύς
3 λοστρόμος
4 ναύκληρος
5 πιλότος
6 τιμονιέρης βάρκας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nocchiere nocchieruto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nobiluccio (ουσ αρσ )
nobilume (ουσ αρσ )
nobiluomo (ουσ αρσ )
nocca (θηλ.ουσ)
nocchiere (ουσ αρσ )
nocchiero (ουσ αρσ )
nocchieruto (αρσ. επίθ και ουσ)
nocchio (ουσ αρσ )
nocchiuto (επίθ.)
nocciola (ουσ αρσ )
nocciola (θηλ.ουσ)
nocciola (επίθ.)
nocciolaia (θηλ.ουσ)
nocciolato (αρσ. επίθ και ουσ)
noccioleto (ουσ αρσ )
nocciolina (θηλ.ουσ)
nocciolo (ουσ αρσ )
nocciolo (ουσ αρσ )
noccoliere (ουσ αρσ )
noccoluto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---