Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nistàgmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nisˈtagmo]

νυσταγμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nirvanico nitidamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nipote (ουσ αρσ )
nipote (θηλ.ουσ)
nipponico (επίθ.)
nirvana (ουσ αρσ )
nirvanico (επίθ.)
nistagmo (ουσ αρσ )
nitidamente (επίρ.)
nitidezza (θηλ.ουσ)
nitido (επίθ.)
nitore (ουσ αρσ )
nitrato (ουσ αρσ )
nitratore (ουσ αρσ )
nitrazione (θηλ.ουσ)
nitrico (επίθ.)
nitrificazione (θηλ.ουσ)
nitrile (ουσ αρσ )
nitrire (ρ.αμτβ.)
nitrito (ουσ αρσ )
nitro (ουσ αρσ )
nitrobatteri (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---