ItalianoGreco


nirvàna  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nirˈvana]

1 ηρεμία και γαλήνη (βουδισμός)
2 μακαριότητα
3 νιρβάνα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---