Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnirvàna
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [nirˈvana] 1 ηρεμία και γαλήνη (βουδισμός) 2 μακαριότητα 3 νιρβάνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |