Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnipóte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [niˈpote] 1 (di nonni) ο εγγονός (-ή) 2 (di zii) ο ανηψιός (-α) nipóte ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [niˈpote] 1 εγγονή 2 ανιψιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |