Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


niènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnjɛnte]

1 ασημαντότητα
2 μηδαμινότητα
3 κενότητα
4 το τίποτα
5 το μηδέν και το τίποτα
6 ανυπαρξία

niènte  
οριστική αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [ˈnjɛnte]

τίποτα

niènte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈnjɛnte]

καθόλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  niello nientedimeno  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


niente affatto = καθόλου || niente paura! = μη φοβάστε! || non c'è niente da fare = δεν γίνεται τίποτα || un bel niente [αρσ.] = απολύτως τίποτα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nido (ουσ αρσ )
niellare (ρ. μτβ.)
niellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
niellatura (θηλ.ουσ)
niello (ουσ αρσ )
niente (ουσ αρσ )
niente (οριστ. αντων.)
niente (επίρ.)
nientedimeno (επίρ.)
nientemeno (σύνδ.)
nientemeno (επίρ.)
nietzschianismo (ουσ αρσ )
nietzschiano (αρσ. επίθ και ουσ)
nigella (θηλ.ουσ)
nigeriano (αρσ. επίθ και ουσ)
night (ουσ αρσ )
nilotico (αρσ. επίθ και ουσ)
nimbato (επίθ.)
nimbo (ουσ αρσ )
ninfa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---