Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nìdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnido]

η φωλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nidificazione niellare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


asilo [αρσ.] nido = ο βρεφικός σταθμός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nidiaceo (επίθ.)
nidiandolo (αρσ. επίθ και ουσ)
nidiata (θηλ.ουσ)
nidificare (ρ.αμτβ.)
nidificazione (θηλ.ουσ)
nido (ουσ αρσ )
niellare (ρ. μτβ.)
niellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
niellatura (θηλ.ουσ)
niello (ουσ αρσ )
niente (ουσ αρσ )
niente (οριστ. αντων.)
niente (επίρ.)
nientedimeno (επίρ.)
nientemeno (σύνδ.)
nientemeno (επίρ.)
nietzschianismo (ουσ αρσ )
nietzschiano (αρσ. επίθ και ουσ)
nigella (θηλ.ουσ)
nigeriano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---