Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnìdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnido] η φωλιά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαasilo [αρσ.] nido = ο βρεφικός σταθμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |