Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnidiàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [niˈdjata] 1 νεογνά ζώου 2 γέννα (ωοτόκου ζώου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |