Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nidiàndolo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [niˈdjandolo]

1 φώλι
2 φώλος
3 φωλίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nidiaceo nidiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nictitropico (επίθ.)
nictitropismo (ουσ αρσ )
nictofobia (θηλ.ουσ)
nicturia (θηλ.ουσ)
nidiaceo (επίθ.)
nidiandolo (αρσ. επίθ και ουσ)
nidiata (θηλ.ουσ)
nidificare (ρ.αμτβ.)
nidificazione (θηλ.ουσ)
nido (ουσ αρσ )
niellare (ρ. μτβ.)
niellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
niellatura (θηλ.ουσ)
niello (ουσ αρσ )
niente (ουσ αρσ )
niente (οριστ. αντων.)
niente (επίρ.)
nientedimeno (επίρ.)
nientemeno (σύνδ.)
nientemeno (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---