Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

muriàtico (επίθ.) musical (ουσ αρσ )
muricciòlo (ουσ αρσ ) musicàle (επίθ.)
mùrice (ουσ αρσ ) musicalità (θηλ.ουσ)
murìcolo (επίθ.) musicalménte (επίρ.)
murìno (αρσ. επίθ και ουσ) musicànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mùro (ουσ αρσ ) musicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mùsa (θηλ.ουσ) musicassétta (θηλ.ουσ)
musaràgno (ουσ αρσ ) music–hall (ουσ αρσ )
musàta (θηλ.ουσ) musichétta (θηλ.ουσ)
muscarìna (θηλ.ουσ) musicìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
muschiàto (επίθ.) mùsico (ουσ αρσ )
mùschio (ουσ αρσ ) mùsico (επίθ.)
muscolàre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) musicògrafo (ουσ αρσ )
muscolatùra (θηλ.ουσ) musicologìa (θηλ.ουσ)
muscolìna (θηλ.ουσ) musicològico (επίθ.)
mùscolo (ουσ αρσ ) musicòlogo (ουσ αρσ )
muscolosità (θηλ.ουσ) musicòmane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
muscolóso (επίθ.) musicomanìa (θηλ.ουσ)
muscóso (επίθ.) musicoterapìa (θηλ.ουσ)
muscovìte (θηλ.ουσ) musìvo (επίθ.)
musèo (ουσ αρσ ) mùso (ουσ αρσ )
museruòla (θηλ.ουσ) musóne (αρσ. επίθ και ουσ)
musétto (ουσ αρσ ) musonerìa (θηλ.ουσ)
mùsica (θηλ.ουσ) mussàre (ρ.αμτβ.)
musicàbile (επίθ.) mùssola (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: