Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mezzosopràno (ουσ αρσ ) micèlio (ουσ αρσ )
mezzotìtolo (ουσ αρσ ) micèlla (θηλ.ουσ)
mezzùccio (ουσ αρσ ) micellàre (επίθ.)
mi (ουσ αρσ ) Micène (θηλ.ουσ)
mi (ουσ αρσ και θηλ.) micenèo (αρσ. επίθ και ουσ)
mi (προσωπ. αντων.) micète (ουσ αρσ )
miagolaménto (ουσ αρσ ) micetologìa (θηλ.ουσ)
miagolàre (ρ.αμτβ.) michelàccio (ουσ αρσ )
miagolàta (θηλ.ουσ) michelangiolésco (επίθ.)
miagolatóre (ουσ αρσ ) mìcia (θηλ.ουσ)
miagolìo (ουσ αρσ ) micidiàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
miagolóne (ουσ αρσ ) micìno (ουσ αρσ )
mialgìa (θηλ.ουσ) mìcio (ουσ αρσ )
miàlgico (επίθ.) micologìa (θηλ.ουσ)
miào (ονοματ.) micològico (επίθ.)
miàsma (ουσ αρσ ) micòlogo (ουσ αρσ )
miasmàtico (επίθ.) micòsi (θηλ.ουσ)
miastenìa (θηλ.ουσ) micòtico (επίθ.)
miasténico (αρσ. επίθ και ουσ) micotossìna (θηλ.ουσ)
miatrofìa (θηλ.ουσ) microampere (ουσ αρσ )
mìca (θηλ.ουσ) microamperòmetro (ουσ αρσ )
mìca (επίρ.) microanàlisi (θηλ.ουσ)
micàceo (επίθ.) microapparécchio (ουσ αρσ )
micàdo (ουσ αρσ ) micròbico (επίθ.)
mìccia (θηλ.ουσ) micròbio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: