Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

federalìsmo (ουσ αρσ ) feliceménte (επίρ.)
federalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) felicità (θηλ.ουσ)
federalìstico (επίθ.) felicitàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
federàre (ρ. μτβ.) felicitazióne (θηλ.ουσ)
federàrsi (ρ. μ. αμτβ.) fèlidi (ουσ αρσ πληθ.)
federatìvo (επίθ.) felìno (ουσ αρσ )
federàto (επίθ.) felìno (επίθ.)
federazióne (θηλ.ουσ) fellà (ουσ αρσ και θηλ.)
fedìfrago (επίθ.) fellah (ουσ αρσ και θηλ.)
fedìna (θηλ.ουσ) fellóne (αρσ. επίθ και ουσ)
Fèdra (κύρ.όν. θηλ.) fellonésco (επίθ.)
fegatàccio (ουσ αρσ ) fellonìa (θηλ.ουσ)
fegatèlla (θηλ.ουσ) félpa (θηλ.ουσ)
fegatèllo (ουσ αρσ ) felpàto (ουσ αρσ )
fegatìno (ουσ αρσ ) felpàto (επίθ.)
fégato (ουσ αρσ ) feltràre (ρ. μτβ.)
fegatóso (ουσ αρσ ) feltratùra (θηλ.ουσ)
fegatóso (επίθ.) féltro (ουσ αρσ )
félce (θηλ.ουσ) felùca (θηλ.ουσ)
felcéta (θηλ.ουσ) félze (ουσ αρσ )
felcéto (ουσ αρσ ) fémmina (θηλ.ουσ)
feldmaresciàllo (ουσ αρσ ) femminèlla (θηλ.ουσ)
feldspàtico (επίθ.) femmìneo (επίθ.)
feldspàto (ουσ αρσ ) femminìle (ουσ αρσ )
felìce (επίθ.) femminìle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: