Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eiettóre (ουσ αρσ ) elefantéssa (θηλ.ουσ)
eiezióne (θηλ.ουσ) elefantìaco (επίθ.)
einsteiniàno (επίθ.) elefantìasi (θηλ.ουσ)
einsteinio (ουσ αρσ ) elegànte (επίθ.)
elaboràre (ρ. μτβ.) elegantóne (ουσ αρσ )
elaboratézza (θηλ.ουσ) elegànza (θηλ.ουσ)
elaboràto (ουσ αρσ ) elèggere (ρ. μτβ.)
elaboràto (επίθ.) eleggìbile (αρσ. επίθ και ουσ)
elaboratóre (αρσ. επίθ και ουσ) eleggibilità (θηλ.ουσ)
elaborazióne (θηλ.ουσ) elegìa (θηλ.ουσ)
elargìre (ρ. μτβ.) elegìaco (αρσ. επίθ και ουσ)
elargizióne (θηλ.ουσ) elèktron (ουσ αρσ )
elasticità (θηλ.ουσ) elementàre (επίθ.)
elasticizzàto (επίθ.) elementari (θηλ. ουσ πληθ.)
elàstico (ουσ αρσ ) elementarità (θηλ.ουσ)
elàstico (επίθ.) elementarizzàre (ρ. μτβ.)
elastòmero (ουσ αρσ ) eleménto (ουσ αρσ )
elatèrio (ουσ αρσ ) elemòsina (θηλ.ουσ)
élce (ουσ αρσ και θηλ.) elemosinàre (ρ. μτβ.)
eldoràdo (ουσ αρσ ) elemosinière (αρσ. επίθ και ουσ)
eleàtico (αρσ. επίθ και ουσ) Èlena (θηλ.ουσ)
eleatìsmo (ουσ αρσ ) elencàre (ρ. μτβ.)
elèctron (ουσ αρσ ) elencazióne (θηλ.ουσ)
elefànte (ουσ αρσ ) elènco (ουσ αρσ )
elefantésco (επίθ.) elètta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: