Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anfìbio (ουσ αρσ ) angiopatìa (θηλ.ουσ)
anfìbio (επίθ.) angiospèrma (θηλ.ουσ)
anfìbolo (αρσ. επίθ και ουσ) angipòrto (ουσ αρσ )
anfibològico (επίθ.) anglicanésimo (ουσ αρσ )
anfiòsso (ουσ αρσ ) anglicàno (ουσ αρσ )
anfiteàtro (ουσ αρσ ) anglicàno (επίθ.)
anfitrióne (ουσ αρσ ) anglicìsmo (ουσ αρσ )
ànfora (θηλ.ουσ) anglicizzàre (ρ. μτβ.)
anfòtero (επίθ.) anglìsmo (ουσ αρσ )
anfràtto (ουσ αρσ ) angloamericàno (αρσ. επίθ και ουσ)
anfrattuosità (θηλ.ουσ) anglofilìa (θηλ.ουσ)
anfrattuóso (επίθ.) anglòfilo (αρσ. επίθ και ουσ)
angarìa (θηλ.ουσ) anglofobìa (θηλ.ουσ)
angariàre (ρ. μτβ.) anglòfobo (αρσ. επίθ και ουσ)
angèlica (θηλ.ουσ) anglòfono (αρσ. επίθ και ουσ)
angèlico (επίθ.) anglosàssone (ουσ αρσ )
àngelo (ουσ αρσ ) anglosàssone (επίθ.)
angherìa (θηλ.ουσ) angolàre (αρσ. επίθ και ουσ)
angìna (θηλ.ουσ) angolàre (ρ. μτβ.)
anginóso (ουσ αρσ ) angolàto (επίθ.)
anginóso (επίθ.) angolazióne (θηλ.ουσ)
angiocolìte (θηλ.ουσ) angolièra (θηλ.ουσ)
angiografìa (θηλ.ουσ) àngolo (ουσ αρσ )
angiologìa (θηλ.ουσ) angolosità (θηλ.ουσ)
angiòma (ουσ αρσ ) angolóso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: