Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traviàto (επίθ.) tredicènne (θηλ.ουσ)
traviatóre (αρσ. επίθ και ουσ) tredicènne (επίθ.)
travicèllo (ουσ αρσ ) tredicèsima (θηλ.ουσ)
travisaménto (ουσ αρσ ) tredicèsimo (ουσ αρσ )
travisàre (ρ. μτβ.) tredicèsimo (επίθ.)
travolgènte (επίθ.) trédici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
travòlgere (ρ. μτβ.) tréfolo (ουσ αρσ )
trazióne (θηλ.ουσ) tregènda (θηλ.ουσ)
tré ( απόλ. αριθμ. επίθ.) tréggia (θηλ.ουσ)
treàlberi (ουσ αρσ ) trégua, trègua (θηλ.ουσ)
trébbia (θηλ.ουσ) tremacuòre (ουσ αρσ )
trebbiàre (ρ. μτβ.) tremànte (επίθ.)
trebbiatóre (ουσ αρσ ) tremàre (ρ.αμτβ.)
trebbiatrìce (θηλ.ουσ) tremarèlla (θηλ.ουσ)
trebbiatùra (θηλ.ουσ) tremebóndo (επίθ.)
tréccia (θηλ.ουσ) tremendaménte (επίρ.)
trecciatrìce (θηλ.ουσ) tremèndo (επίθ.)
treccìno (ουσ αρσ ) trementìna (θηλ.ουσ)
trecciolina (θηλ.ουσ) tremìla (αρσ. επίθ και ουσ)
trecciuola (θηλ.ουσ) tremillèsimo (αρσ. επίθ και ουσ)
trecentésco (επίθ.) trèmito (ουσ αρσ )
trecentèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) tremolànte (επίθ.)
trecentìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) tremolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trecènto ( απόλ. αριθμ. επίθ.) tremolìo (ουσ αρσ )
tredicènne (ουσ αρσ ) trèmolo (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: