Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

razionalìstico (επίθ.) reagènte (ουσ αρσ )
razionalità (θηλ.ουσ) reagènte (επίθ.)
razionalizzàre (ρ. μτβ.) reagìre (ρ.αμτβ.)
razionalizzazióne (θηλ.ουσ) reàle (ουσ αρσ )
razionalménte (επίρ.) reàle (επίθ.)
razionaménto (ουσ αρσ ) realgàr (ουσ αρσ )
razionàre (ρ. μτβ.) realìsmo (ουσ αρσ )
razióne (θηλ.ουσ) realìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ràzza (θηλ.ουσ) realisticamente (επίρ.)
razzatóre (ουσ αρσ ) realìstico (επίθ.)
razzìa (θηλ.ουσ) realizzàbile (επίθ.)
razziàle (επίθ.) realizzabilità (θηλ.ουσ)
razziàre (ρ. μτβ.) realizzàre (ρ. μτβ.)
razziatóre (ουσ αρσ ) realizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
razzìsmo (ουσ αρσ ) realizzatóre (ουσ αρσ )
razzìsta (ουσ αρσ και θηλ.) realizzazióne (θηλ.ουσ)
razzìsta (επίθ.) realìzzo (ουσ αρσ )
razzìstico (επίθ.) realménte (επίρ.)
ràzzo (ουσ αρσ ) realpolitik (θηλ.ουσ)
razzolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) realtà (θηλ.ουσ)
razzolàta (θηλ.ουσ) reàto (ουσ αρσ )
razzolatùra (θηλ.ουσ) reattànza (θηλ.ουσ)
razzolìo (ουσ αρσ ) reattività (θηλ.ουσ)
razzumàglia (θηλ.ουσ) reattìvo (ουσ αρσ )
(ουσ αρσ ) reattìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: