Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pùbblico (επίθ.) puerìzia (θηλ.ουσ)
puberàle (επίθ.) puèrpera (θηλ.ουσ)
pùbere (ουσ αρσ και θηλ.) puerperàle (επίθ.)
pùbere (επίθ.) puerpèrio (ουσ αρσ )
pubertà (θηλ.ουσ) puf (ουσ αρσ )
pubescènte (επίθ.) puff (ονοματ.)
pubescènza (θηλ.ουσ) puffìno (ουσ αρσ )
pùbico (επίθ.) pugilàto (ουσ αρσ )
puddellàggio (ουσ αρσ ) pugilatóre (ουσ αρσ )
puddìnga (θηλ.ουσ) pùgile (ουσ αρσ )
pudènda (θηλ.ουσ) pugilìstico (επίθ.)
pudènde (θηλ.ουσ) pùglia (θηλ.ουσ)
pudibóndo (επίθ.) puglièse (ουσ αρσ και θηλ.)
pudicaménte (επίρ.) puglièse (επίθ.)
pudicìzia (θηλ.ουσ) pùgna (θηλ.ουσ)
pudìco (επίθ.) pugnàce (επίθ.)
pudóre (ουσ αρσ ) pugnaceménte (επίρ.)
pueblo (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) pugnalàre (ρ. μτβ.)
puericultóre (ουσ αρσ ) pugnalàta (θηλ.ουσ)
puericultrìce (θηλ.ουσ) pugnalatóre (ουσ αρσ )
puericultùra (θηλ.ουσ) pugnàle (ουσ αρσ )
puerìle (επίθ.) pugnàre (ρ.αμτβ.)
puerilìsmo (ουσ αρσ ) pùgno (ουσ αρσ )
puerilità (θηλ.ουσ) puh (επιφ.)
puerilménte (επίρ.) pùla (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: