Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


puddìnga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pudˈdinga]

πέτρα επεξεργασίας σίδερου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puddellaggio pudenda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pubertà (θηλ.ουσ)
pubescente (επίθ.)
pubescenza (θηλ.ουσ)
pubico (επίθ.)
puddellaggio (ουσ αρσ )
puddinga (θηλ.ουσ)
pudenda (θηλ.ουσ)
pudende (θηλ.ουσ)
pudibondo (επίθ.)
pudicamente (επίρ.)
pudicizia (θηλ.ουσ)
pudico (επίθ.)
pudore (ουσ αρσ )
pueblo (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
puericultore (ουσ αρσ )
puericultrice (θηλ.ουσ)
puericultura (θηλ.ουσ)
puerile (επίθ.)
puerilismo (ουσ αρσ )
puerilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---