Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pubescènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pubeʃˈʃɛnte]

1 εφηβικός
2 χνοώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pubertà pubescenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pubblico (επίθ.)
puberale (επίθ.)
pubere (ουσ αρσ και θηλ.)
pubere (επίθ.)
pubertà (θηλ.ουσ)
pubescente (επίθ.)
pubescenza (θηλ.ουσ)
pubico (επίθ.)
puddellaggio (ουσ αρσ )
puddinga (θηλ.ουσ)
pudenda (θηλ.ουσ)
pudende (θηλ.ουσ)
pudibondo (επίθ.)
pudicamente (επίρ.)
pudicizia (θηλ.ουσ)
pudico (επίθ.)
pudore (ουσ αρσ )
pueblo (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
puericultore (ουσ αρσ )
puericultrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---