Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùbblico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpubbliko]

το κοινό

pùbblico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpubbliko]

δημόσιος (-α, -ο), κοινός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pubblicizzare puberale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giardino [αρσ.] pubblico = ο δημόσιος κήπος || in pubblico = δημόσια || lavori [αρσ. πλυθ.] pubblici = τα δημόσια έργα || luogo [αρσ.] pubblico = ο δημόσιος χώρος || mezzi [αρσ. πλυθ.] pubblici = τα δημόσια μέσα μεταφοράς || opinione [θηλ. πλυθ.] pubblica = η κοινή γνώμη || scuola [θηλ.] pubblica = το δημόσιο σχολείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pubblicista (ουσ αρσ και θηλ.)
pubblicità (θηλ.ουσ)
pubblicitario (ουσ αρσ )
pubblicitario (επίθ.)
pubblicizzare (ρ. μτβ.)
pubblico (ουσ αρσ )
pubblico (επίθ.)
puberale (επίθ.)
pubere (ουσ αρσ και θηλ.)
pubere (επίθ.)
pubertà (θηλ.ουσ)
pubescente (επίθ.)
pubescenza (θηλ.ουσ)
pubico (επίθ.)
puddellaggio (ουσ αρσ )
puddinga (θηλ.ουσ)
pudenda (θηλ.ουσ)
pudende (θηλ.ουσ)
pudibondo (επίθ.)
pudicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---