Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pubblicitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pubbliʧiˈtarjo]

1 άνθρωπος της διαφήμισης
2 διαφημιστικός πράκτορας
3 διαφημιστής

pubblicitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pubbliʧiˈtarjo]

Διαφημιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pubblicità pubblicizzare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


campagna [θηλ.] pubblicitaria = η διαφημιστική καμπάνια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pubblicare (ρ. μτβ.)
pubblicato (αρσ. επίθ και ουσ)
pubblicazione (θηλ.ουσ)
pubblicista (ουσ αρσ και θηλ.)
pubblicità (θηλ.ουσ)
pubblicitario (ουσ αρσ )
pubblicitario (επίθ.)
pubblicizzare (ρ. μτβ.)
pubblico (ουσ αρσ )
pubblico (επίθ.)
puberale (επίθ.)
pubere (ουσ αρσ και θηλ.)
pubere (επίθ.)
pubertà (θηλ.ουσ)
pubescente (επίθ.)
pubescenza (θηλ.ουσ)
pubico (επίθ.)
puddellaggio (ουσ αρσ )
puddinga (θηλ.ουσ)
pudenda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---