Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


puericultùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,puerikulˈtura]

1 κοινωνική πρόνοια για βρέφη
2 περίθαλψη βρεφών ή παιδιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puericultrice puerile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pudico (επίθ.)
pudore (ουσ αρσ )
pueblo (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
puericultore (ουσ αρσ )
puericultrice (θηλ.ουσ)
puericultura (θηλ.ουσ)
puerile (επίθ.)
puerilismo (ουσ αρσ )
puerilità (θηλ.ουσ)
puerilmente (επίρ.)
puerizia (θηλ.ουσ)
puerpera (θηλ.ουσ)
puerperale (επίθ.)
puerperio (ουσ αρσ )
puf (ουσ αρσ )
puff (ονοματ.)
puffino (ουσ αρσ )
pugilato (ουσ αρσ )
pugilatore (ουσ αρσ )
pugile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---