Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paralogìsmo (ουσ αρσ ) parànco (ουσ αρσ )
paralogìstico (επίθ.) paranefrìte (θηλ.ουσ)
paralogizzàre (ρ.αμτβ.) paranìnfo (ουσ αρσ )
paralùce (ουσ αρσ ) paranòia (θηλ.ουσ)
paralùme (ουσ αρσ ) paranòico (ουσ αρσ )
paramagnètico (επίθ.) paranòico (επίθ.)
paramagnetìsmo (ουσ αρσ ) paranòide (ουσ αρσ και θηλ.)
paramàno (ουσ αρσ ) paranòide (επίθ.)
paramècio (ουσ αρσ ) paranormàle (αρσ. επίθ και ουσ)
paramèdico (ουσ αρσ ) paranormalità (θηλ.ουσ)
paramèdico (επίθ.) parànza (θηλ.ουσ)
paraménto (ουσ αρσ ) paraòcchi (ουσ αρσ )
paramètrico (επίθ.) paraónde (ουσ αρσ )
paramètrio (ουσ αρσ ) paraorécchie (ουσ αρσ )
parametrìte (θηλ.ουσ) parapàlle (ουσ αρσ )
parametrizzàre (ρ. μτβ.) parapètto (ουσ αρσ )
parametrizzazióne (θηλ.ουσ) parapìglia (ουσ αρσ )
paràmetro (ουσ αρσ ) parapiòggia (ουσ αρσ )
paramezzàle (ουσ αρσ ) paraplegìa (θηλ.ουσ)
paramilitàre (επίθ.) paraplègico (ουσ αρσ )
paramilitarismo (ουσ αρσ ) paraplègico (επίθ.)
paramìne (ουσ αρσ ) parapòdio (ουσ αρσ )
paramnesìa (θηλ.ουσ) parapolìtico (επίθ.)
paramontùra (θηλ.ουσ) parapólvere (ουσ αρσ )
paramósche (ουσ αρσ ) paraprofessionale (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: