Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparàmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈrametro] 1 παράμετρος 2 δοκιμασία επιδόσεων 3 σημείο αναφοράς μετρήσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |