Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parametrìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [parameˈtrite]

Παραμητρίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parametrio parametrizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paramedico (ουσ αρσ )
paramedico (επίθ.)
paramento (ουσ αρσ )
parametrico (επίθ.)
parametrio (ουσ αρσ )
parametrite (θηλ.ουσ)
parametrizzare (ρ. μτβ.)
parametrizzazione (θηλ.ουσ)
parametro (ουσ αρσ )
paramezzale (ουσ αρσ )
paramilitare (επίθ.)
paramilitarismo (ουσ αρσ )
paramine (ουσ αρσ )
paramnesia (θηλ.ουσ)
paramontura (θηλ.ουσ)
paramosche (ουσ αρσ )
paranco (ουσ αρσ )
paranefrite (θηλ.ουσ)
paraninfo (ουσ αρσ )
paranoia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---