Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paramósche  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,paraˈmoske]

1 μυγοπαγίδα
2 δίχτυ προστασίας από τις μύγες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paramontura paranco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paramilitare (επίθ.)
paramilitarismo (ουσ αρσ )
paramine (ουσ αρσ )
paramnesia (θηλ.ουσ)
paramontura (θηλ.ουσ)
paramosche (ουσ αρσ )
paranco (ουσ αρσ )
paranefrite (θηλ.ουσ)
paraninfo (ουσ αρσ )
paranoia (θηλ.ουσ)
paranoico (ουσ αρσ )
paranoico (επίθ.)
paranoide (ουσ αρσ και θηλ.)
paranoide (επίθ.)
paranormale (αρσ. επίθ και ουσ)
paranormalità (θηλ.ουσ)
paranza (θηλ.ουσ)
paraocchi (ουσ αρσ )
paraonde (ουσ αρσ )
paraorecchie (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---