Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paranòico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paraˈnɔjko]

παρανοὶκός άνθρωπος

paranòico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paraˈnɔjko]

παρανοϊκός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paranoia paranoide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paramosche (ουσ αρσ )
paranco (ουσ αρσ )
paranefrite (θηλ.ουσ)
paraninfo (ουσ αρσ )
paranoia (θηλ.ουσ)
paranoico (ουσ αρσ )
paranoico (επίθ.)
paranoide (ουσ αρσ και θηλ.)
paranoide (επίθ.)
paranormale (αρσ. επίθ και ουσ)
paranormalità (θηλ.ουσ)
paranza (θηλ.ουσ)
paraocchi (ουσ αρσ )
paraonde (ουσ αρσ )
paraorecchie (ουσ αρσ )
parapalle (ουσ αρσ )
parapetto (ουσ αρσ )
parapiglia (ουσ αρσ )
parapioggia (ουσ αρσ )
paraplegia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---