Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparànco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈranko] 1 βίντζι 2 παλάγκο 3 πολύσπαστο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |