Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paraˈmento]

1 στολισμός
2 διακόσμηση
3 πρόσοψη κτιρίου
4 φάτσα κτιρίου
5 άμφιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paramedico parametrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paramagnetismo (ουσ αρσ )
paramano (ουσ αρσ )
paramecio (ουσ αρσ )
paramedico (ουσ αρσ )
paramedico (επίθ.)
paramento (ουσ αρσ )
parametrico (επίθ.)
parametrio (ουσ αρσ )
parametrite (θηλ.ουσ)
parametrizzare (ρ. μτβ.)
parametrizzazione (θηλ.ουσ)
parametro (ουσ αρσ )
paramezzale (ουσ αρσ )
paramilitare (επίθ.)
paramilitarismo (ουσ αρσ )
paramine (ουσ αρσ )
paramnesia (θηλ.ουσ)
paramontura (θηλ.ουσ)
paramosche (ουσ αρσ )
paranco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---