Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paramezzàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paramedˈdzale]

1 λώρος
2 σταθμίδα
3 εσωτρόπιο (πλοίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parametro paramilitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parametrio (ουσ αρσ )
parametrite (θηλ.ουσ)
parametrizzare (ρ. μτβ.)
parametrizzazione (θηλ.ουσ)
parametro (ουσ αρσ )
paramezzale (ουσ αρσ )
paramilitare (επίθ.)
paramilitarismo (ουσ αρσ )
paramine (ουσ αρσ )
paramnesia (θηλ.ουσ)
paramontura (θηλ.ουσ)
paramosche (ουσ αρσ )
paranco (ουσ αρσ )
paranefrite (θηλ.ουσ)
paraninfo (ουσ αρσ )
paranoia (θηλ.ουσ)
paranoico (ουσ αρσ )
paranoico (επίθ.)
paranoide (ουσ αρσ και θηλ.)
paranoide (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---