Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparamezzàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paramedˈdzale] 1 λώρος 2 σταθμίδα 3 εσωτρόπιο (πλοίου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |